- τίμιος
- -α, -ο / τίμιος, -ία, -ον, ΝΜΑ θηλ. και -ος, Α [τιμή](για πρόσ.) ο άξιος τιμής και σεβασμού, αξιότιμοςνεοελλ.1. (για πρόσ.) αυτός που έχει συναίσθηση τής ατομικής αξιοπρέπειας και τηρεί τους κανόνες τής ηθικής, έντιμος, ηθικός2. αυτός που εκτελεί ευσυνείδητα το καθήκον του3. αυτός τον οποίο χαρακτηρίζει η ειλικρίνεια και η ευθύτητα στις χρηματικές συναλλαγές του4. εκκλ. ιερός, άγιος (α. «τίμιος σταυρός» και «τίμιο ξύλο» — ο σταυρός στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστόςβ. «τιμία ζώνη» — η ζώνη τής Θεοτόκου)5. φρ. «τίμια δώρα»(στη λειτουργική) ο άρτος και ο οίνος τα οποία προσφέρει ο ιερέας ως θυσία στον θεό και τα οποία καθαγιάζονται στη Θεία Ευχαριστία, αλλ. άγια δώραμσν.-αρχ.1. αυτός που έχει μεγάλη ηθική ή υλική αξία2. (το αρσ. υπερθ. βαθμού) τιμιώτατοςπροσφώνηση ανωτέρων σε επιστολές ή προσφώνηση ιερέων και επισκόπων3. το ουδ. ως ουσ. τo τίμιονα) τιμητικό προνόμιοβ) τιμητική προσφοράαρχ.1. (για θεούς) αυτός στον οποίο οφείλεται ύψιστη τιμή και ευλάβεια2. (για πράγμ.) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, κυρίως από ηθική άποψη («ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον», Ευρ.)3. αυτός που προσδίδει τιμή σε κάποιον, τιμητικός («καὶ σύ, τιμίαν ἕδραν ἔχουσα πρὸς δόμοις Ἐρεχθέως», Αισχύλ.)4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τίμιαοι εκδηλώσεις σεβασμού ή λατρείας, οι τιμές5. φρ. «τίμιον ποιῶ» — αυξάνω την τιμή, προσδίδω πολύ μεγάλη αξία σε κάτι (Πλάτ.).επίρρ...τιμίως ΝΜΑ, και τίμια Ν1. με εντιμότητα2. με ευσυνειδησία3. με ευθύτητα, με ειλικρίνειααρχ.σε υψηλή τιμή.
Dictionary of Greek. 2013.